κονίην

κονίην
κόνιος
dusty
fem acc sg (epic ionic)
κονία
dust
fem acc sg (epic ionic)
κονί̱ην , κονίω
make dusty
pres inf act (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερέπτω — Α 1. (για ποταμό ή ρυάκι και σχετικά με το έδαφος και με την ιλύ). κατατρώγω, καταβροχθίζω αποκάτω («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. (για πάθος) κατατρώγω κρυφά («λυγραὶ δ ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρέπτω /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”